- μπαλωματής
- οθηλ. -ού αυτός που επιδιορθώνει παπούτσια, ο τσαγκάρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπαλωματής — ο, θηλ. μπαλωματού (Μ μπαλωματής) [μπάλωμα] επιδιορθωτής υποδημάτων … Dictionary of Greek
σκιτζής — και σκιντζής, ο, Ν 1. αυτός που επιδιορθώνει παλιά ρούχα και παπούτσια, μπαλωματής 2. μτφ. α) αδαής, αδέξιος επαγγελματίας β) άνθρωπος πεπαλαιωμένων μεθόδων και αντιλήψεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eskici «παλαιοπώλης, μπαλωματής»] … Dictionary of Greek
εμβαλωματής — ο μπαλωματής … Dictionary of Greek
μπαλοπαπουτσάς — μπαλοπαπουτσάς, ὁ (Μ) επιδιορθωτής παπουτσιών, μπαλωματής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαλώνω + παπουτσάς] … Dictionary of Greek
μπαλωματού — η (Μ μπαλωματού) η σύζυγος τού μπαλωματή μσν. μτφ. ρούχο επιδιορθωμένο, μπαλωμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαλωματής + κατάλ. ού] … Dictionary of Greek
παλαιοράφος — παλαιοράφος, ον (Α) το αρσ. ως ουσ. επιδιορθωτής υποδημάτων, μπαλωματής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. κοσκινο ράφος] … Dictionary of Greek
παλαιουργός — παλαιουργός, ὁ (Α) επιδιορθωτής παλιών υποδημάτων, μπαλωματής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + ουργός (< ἔργον*)] … Dictionary of Greek
πετσωτής — ο / πετζωτής, ΝΜ [πετσώνω] αυτός που επιδιορθώνει υποδήματα, μπαλωματής … Dictionary of Greek
ράπτης — ο, θηλ. ράπτρια / ῥάπτης, θηλ. ῥάπτρια, ΝΜΑ, και ράφτης, θηλ. ράφτρα, Ν, και ῥάπτις, ιδος, ΜΑ νεοελλ. τεχνίτης που κατασκευάζει ενδύματα μσν. αρχ. αυτός που επιδιορθώνει ενδύματα, μπαλωματής … Dictionary of Greek
σκυτοδέψης — και σκυτόδεψος, ὁ, Α 1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης 2. αυτός που ράβει δέρματα εφαρμόζοντας το ένα πάνω στο άλλο, μπαλωματής («ἐὰν ἀποκρίνηται αὐτῷ ἐκδοῡναι τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο… … Dictionary of Greek